- στολίδωσις
- (-εως) η геол складка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στολίδωση — η, Ν γεωλ. (παλαιότ. όρος) η βαθμιαία πτύχωση τού φλοιού τής Γης, λόγω τής ψύξης τής γήινης σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολιδοῦμαι. Η λ., στον λόγιο τ. στολίδωσις, μαρτυρείται από το 1842 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Ραγκαβή, Σαμουρκάση και… … Dictionary of Greek